αυτονομούμαι

αυτονομούμαι
αυτονομούμαι, αυτονομήθηκα, αυτονομημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυτονομούμαι — (Α αὐτονομοῡμαι, έομαι) [αυτόνομος] είμαι ή γίνομαι αυτόνομος, ανεξάρτητος …   Dictionary of Greek

  • αυτονόμηση — η η απόκτηση της αυτονομίας, το να ανακηρυχθεί μια πόλη ή περιοχή αυτόνομη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτονομούμαι. Η λ. αυτονόμησις μαρτυρείται το 1861 από τον Θόδωρο Αφεντούλη στην εφημερίδα Φιλόπατρις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”